- ρωποπερπερηθρα
- ῥωποπερπερήθραῥωπο-περπερήθραἥ, v. l. ῥωπο-περπερήθρας -ου ὅ болтун, пустомеля Plut., Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ῥωποπερπερήθρα — ῥωποπερπερήθρᾱ , ῥωποπερπερήθρα empty braggart talk fem nom/voc/acc dual ῥωποπερπερήθρᾱ , ῥωποπερπερήθρα empty braggart talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωποπερπερήθρα — ἡ, ΜΑ χυδαία και ανόητη φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα ήθρα (πρβλ. κολυμβ ήθρα)] … Dictionary of Greek
ῥωποπερπερήθραν — ῥωποπερπερήθρᾱν , ῥωποπερπερήθρα empty braggart talk fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
ρωποστωμυλήθρα — ἡ, Α ῥωποπερπερήθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά + στωμυλήθρα «φλυαρία»] … Dictionary of Greek